ορμέμφυτο(ν)

ορμέμφυτο(ν)
το инстинкт

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "ορμέμφυτο(ν)" в других словарях:

  • ορμέμφυτος — η, ο 1. αυτός που εκδηλώνεται από αυτόματη φυσική ορμή και όχι μετά από σκέψη, ενστικτώδης 2. το ουδ. ως ουσ. το ορμέμφυτο η φυσική ιδιότητα που υπάρχει στους ανθρώπους και στα ζώα και η οποία τούς παρακινεί να ενεργούν ενστικτωδώς, το ένστικτο.… …   Dictionary of Greek

  • ορεκτικός — ή, ό (ΑΜ ὀρεκτικός, ή, όν) [ορεκτός] 1. αυτός που διεγείρει την όρεξη 2. αυτός που προκαλεί την επιθυμία, επιθυμητός, λαχταριστός νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το ορεκτικό α) έδεσμα ή ποτό που λαμβάνεται πριν από το φαγητό για να διεγείρει την όρεξη β) …   Dictionary of Greek

  • ψυχόρμητο — το, Ν ορμέμφυτο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψυχή + ορμώ + κατάλ. ητο] …   Dictionary of Greek

  • ένστικτο — το έμφυτη εσωτερική παρόρμηση στους ανθρώπους και τα ζώα, που οδηγεί χωρίς τη συμμετοχή της νόησης ή της βούλησης σε ενέργειες οι οποίες εξυπηρετούν τη συντήρηση στη ζωή και την αναπαραγωγή του είδους, το ορμέμφυτο, το ψυχόρμητο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ορμέμφυτος — η, ο 1. αυτός που συμβαίνει από φυσική ορμή, από ένστικτο, ενστικτώδης. 2. ως ουσ., ορμέμφυτο, το ένστικτο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»